- παλμικός, -ή
- -ό αυτός που γίνεται με παλμούς ή αναφέρεται σε παλμούς: Η παλμική κίνηση των σωμάτων είναι αιτία ηχοπαραγωγική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλμικός — ή, ό (Α παλμικός, ή, όν) [παλμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλμό ή αυτός που μοιάζει με παλμό νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με παλμούς, που χαρακτηρίζεται από παλμούς («παλμικές κινήσεις») 2. φρ. «παλμικά σύμφωνα» ή «παλμώδη σύμφωνα»… … Dictionary of Greek
παλμικόν — παλμικός conveyed by palpitation masc acc sg παλμικός conveyed by palpitation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλματικός — παλματικός, ή, όν (Μ) παλμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλμα, ατος (βλ. λ. πάλμα [II]) + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
παλμώδης — ες (Α παλμώδης, ῶδες) [παλμός] 1. αυτός που μοιάζει με παλμό 2. αυτός που έχει παλμική κίνηση, που χαρακτηρίζεται από παλμούς, παλμικός, γεμάτος παλμούς («παλμώδεις κινήσεις», Γαλ.) νεοελλ. φρ. «παλμώδη σύμφωνα» τα παλμικά σύμφωνα … Dictionary of Greek
πρόσαλσις — άλσεως, ἡ, Α [προσάλλομαι] ο παλμικός χτύπος τού σφυγμού … Dictionary of Greek
σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… … Dictionary of Greek